γλωσσίδα

γλωσσίδα
η
το γλωσσίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσίδα — γλωττίς glottis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • τρυτάνη — η, ΝΑ 1. η γλωσσίδα τού ζυγού που δείχνει το βάρος 2. (κατ επέκτ.) ζυγαριά, πλάστιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. τρύω «βασανίζω, ενοχλώ» (βλ. λ. τρύω), μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *τρυ τός με επίθημα άνη (πρβλ. βο τ άνη …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κοντσερτίνα — (concertina). Μουσικό όργανο με μεταλλικές γλωσσίδες και φυσητήρα, συγγενικό με το ακορντεόν. Οι βασικές διαφορές του από το ακορντεόν είναι ότι αντί για πλήκτρα έχει μια σειρά από κουμπιά και το σχήμα του είναι τετράγωνο ή εξάγωνο. Ο ήχος… …   Dictionary of Greek

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • πιπίνι — το, Ν 1. ο νεοσσός τού περιστεριού, πιτσούνι 2. η γλωσσίδα ορισμένων πνευστών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπίζω (Ι) + κατάλ. νι] …   Dictionary of Greek

  • φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σφήκες — Κεντροφόρα έντομα της οικογένειας των Σφηκίδων, της τάξης των υμενοπτέρων. Οι σ. έχουν διαστάσεις που ποικίλλουν από 1 έως 4 εκ.· το στοματικό τους όργανο είναι μασητικού και λειχητικού τύπου, με ισχυρές γνάθους και μακριά γλωσσίδα· τα μάτια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”